λογοείδεια

λογοείδεια
λογοείδεια
prosaic diction
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λογοείδεια — λογοείδεια, ἡ (Α) [λογοειδής] η ομοιότητα προς τον πεζό λόγο, το πεζό ύφος («κακία ποιήματος ἡ καλουμένη λογοείδεια δοκεῑ τις εἶναι», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”